λεβεντοπνίχτρα

λεβεντοπνίχτρα
η погребающее смелых, отважных людей (о море)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "λεβεντοπνίχτρα" в других словарях:

  • λεβεντοπνίχτρα — η (για τη θάλασσα) αυτή που πνίγει τους λεβέντες («θάλασσα λεβεντοπνίχτρα, θάλασσα φαρμακερή», δημ. τραγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεβέντης + πνίχτρα (< πνίγω)] …   Dictionary of Greek

  • λεβεντοπνίχτρα — η (για τη θάλασσα), αυτή που πνίγει τους λεβέντες (ναυτικούς) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»